- αφιλανθρωπία
- ἀφιλανθρωπία, η (Α) [αφιλάνθρωπος]έλλειψη φιλανθρωπίας, αγάπης για τους συνανθρώπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφιλανθρωπία — ἀφιλανθρωπίᾱ , ἀφιλανθρωπία lack of human feeling fem nom/voc/acc dual ἀφιλανθρωπίᾱ , ἀφιλανθρωπία lack of human feeling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλανθρωπίαν — ἀφιλανθρωπίᾱν , ἀφιλανθρωπία lack of human feeling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)